Τετάρτη 21 Ιουλίου 2010

Σάββατο 8 Μαΐου 2010

Τετάρτη 28 Απριλίου 2010

Ταξιδέψτε στην ποίηση της Ανακύκλωσης

Ταξιδέψτε στην ποίηση της ανακύκλωσης!

Το ταξίδι της ζωής μας μάς οδήγησε στο Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας, Και να! τα όνειρά μας, που ήταν μέχρι τώρα απραγματοποίητα, αρχίζουν να πραγματοποιούνται.

ΜΑΘΑΙΝΟΥΜΕ:
να ανακαλύπτουμε,
να προσεγγίζουμε πρόσωπα και ιδέες,
να υλοποιούμε σχέδια και δράσεις.
ΥΙΟΘΕΤΟΥΜΕ:
νέες αντιλήψεις,
μια καινούργια στάση ζωής.

Μέσα από την ποίηση ταξιδεύουμε, βλέπουμε τον κόσμο με καινούργια μάτια. Η ποίηση δίνει νέα πνοή στις ιδέες μας. Όπως η ανακύκλωση δίνει νέα πνοή στα υλικά.

Αποφασίσαμε, λοιπόν, να συνδυάσουμε τις τρεις ιδέες: το ταξίδι, την ποίηση και την ανακύκλωση. Τα ποιήματά μας ταξιδεύουν πλέον στο χρόνο με ανακυκλωμένα υλικά και ελπίζουμε να ευαισθητοποιήσουν όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους.

ΕΚΦΡΑΣΤΕΙΤΕ ΜΕ ΠΟΙΗΣΗ!

ΖΗΣΤΕ ΜΕ ΑΝΑΚΥΚΛΩΣΗ!

ΤΑΞΙΔΕΨΤΕ ΜΕ ΤΟΥΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΟΜΕΝΟΥΣ ΤΟΥ ΣΔΕ ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ!

Πέμπτη 22 Απριλίου 2010

Συμμετοχή στο διαγωνισμό δημιουργίας πρωτότυπων αντικειμένων με χρήση ανακυκλωμένων υλικών





Ταξιδέψτε στην ποίηση της ανακύκλωσης!

Το ταξίδι της ζωής μας μάς οδήγησε στο Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας, Και να! τα όνειρά μας, που ήταν μέχρι τώρα απραγματοποίητα, αρχίζουν να πραγματοποιούνται.

ΜΑΘΑΙΝΟΥΜΕ:
να ανακαλύπτουμε,
να προσεγγίζουμε πρόσωπα και ιδέες,
να υλοποιούμε σχέδια και δράσεις.
ΥΙΟΘΕΤΟΥΜΕ:
νέες αντιλήψεις,
μια καινούργια στάση ζωής.

Μέσα από την ποίηση ταξιδεύουμε, βλέπουμε τον κόσμο με καινούργια μάτια. Η ποίηση δίνει νέα πνοή στις ιδέες μας. Όπως η ανακύκλωση δίνει νέα πνοή στα υλικά.

Αποφασίσαμε, λοιπόν, να συνδυάσουμε τις τρεις ιδέες: το ταξίδι, την ποίηση και την ανακύκλωση. Τα ποιήματά μας ταξιδεύουν πλέον στο χρόνο με ανακυκλωμένα υλικά και ελπίζουμε να ευαισθητοποιήσουν όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους.

ΕΚΦΡΑΣΤΕΙΤΕ ΜΕ ΠΟΙΗΣΗ!

ΖΗΣΤΕ ΜΕ ΑΝΑΚΥΚΛΩΣΗ!

ΤΑΞΙΔΕΨΤΕ ΜΕ ΤΟΥΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΟΜΕΝΟΥΣ ΤΟΥ ΣΔΕ ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ!

Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2010

ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΗ ΣΤΟΝ Γ. ΣΕΦΕΡΗ



Γιώργος Σεφέρης

Κυριακή 10 - 16 Ιανουαρίου 2010
ΣΔΕ Καλαμάτας
Επιλογή ποιημάτων: Ιβελίνα Αντόνοβα, Δημοπούλου Γεωργία, Δρούγα Σταυρούλα

Κυριακή 10 Ιανουαρίου
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ Δ΄ ΑΡΓΟΝΑΥΤΕΣ (απόσπασμα)

... Περάσαμε κάβους πολλούς πολλά νησιά τη θάλασσα
που φέρνει την άλλη θάλασσα, γλάρους και φώκιες.
Δυστυχισμένες γυναίκες κάποτε με ολολυγμούς
κλαίγανε τα χαμένα τους παιδιά
κι άλλες αγριεμένες γύρευαν το Μεγαλέξαντρο
και δόξες βυθισμένες στα βάθη της Ασίας.
Αράξαμε σ' ακρογιαλιές γεμάτες αρώματα νυχτερινά
με κελαηδίσματα πουλιών, νερά που αφήνανε στα χέρια
τη μνήμη μιας μεγάλης ευτυχίας.
Μα δεν τελειώναν τα ταξίδια.
Οι ψυχές τους έγιναν ένα με τα κουπιά και τους
σκαρμούς
με το σοβαρό πρόσωπο της πλώρης
με τ' αυλάκι του τιμονιού
με το νερό που έσπαζε τη μορφή τους.
Οι σύντροφοι τέλειωσαν με τη σειρά,
με χαμηλωμένα μάτια. Τα κουπιά τους
δείχνουν το μέρος που κοιμούνται στ' ακρογιάλι.

Κανείς δεν τους θυμάται. Δικαιοσύνη."

Δευτέρα 11 Ιανουαρίου
ΘΕΡΙΝΟ ΗΛΙΟΣΤΑΣΙ Θ΄
Μιλούσες για πράγματα που δεν τα ‘βλεπαν
κι αυτοί γελούσαν.
Όμως να λάμνεις στο σκοτεινό ποταμό
πάνω νερά·
να πηγαίνεις στον αγνοημένο δρόμο
στα τυφλά, πεισματάρης
και να γυρεύεις λόγια ριζωμένα
σαν το πολύροζο λιόδεντρο -
άφησε κι ας γελούν.
Και να ποθείς να κατοικήσει κι ὁ άλλος κόσμος
στη σημερινή πνιγερή μοναξιά
στ’ φανισμένο τούτο παρόν -
άφησε τους.
Ὁ θαλασσινός άνεμος κι ἡ δροσιά της αυγής
υπάρχουν χωρίς να το ζητήσει κανένας.


Τρίτη 12 Ιανουαρίου
ΠΡΩΙ
Άνοιξε τα μάτια και ξεδίπλωσε
το μαύρο πανί πλατιά και τέντωσέ το
άνοιξε τα μάτια καλά στύλωσε τα μάτια
προσηλώσου προσηλώσου τώρα ξέρεις
πως το μαύρο πανί ξεδιπλώνεται
όχι μέσα στον ύπνο μήτε μέσα στο νερό
μήτε σαν πέφτουνε τα βλέφαρα ρυτιδωμένα
και βουλιάζουνε λοξά σαν κοχύλια,
τώρα ξέρεις πως το μαύρο δέρμα του τυμπάνου
σκεπάζει ολόκληρο τον ορίζοντά σου
όταν ανοίξεις τα μάτια ξεκούραστος, έτσι.
Ανάμεσα στην ισημερία της άνοιξης και την ισημερία
του φθινοπώρου
εδώ είναι τα τρεχάμενα νερά εδώ είναι ο κήπος
εδώ βουίζουν οι μέλισσες μες στα κλωνάρια
και κουδουνίζουνε στ’ αυτιά ενός βρέφους
και ο ήλιος να! και τα πουλιά του παραδείσου
ένας μεγάλος ήλιος πιο μεγάλος απ’ το φως.


Τετάρτη 13 Ιανουαρίου
ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ ΧΑΡΑΣ
Ήμασταν χαρούμενοι όλοι εκείνο το πρωί
θεέ μου πόσο χαρούμενοι.
Πρώτα γυάλιζαν οι πέτρες τα φύλλα τα λουλούδια
έπειτα ο ήλιος
ένας μεγάλος ήλιος όλο αγκάθια μα τόσο ψηλά στον ουρανό.
Μια νύμφη μάζευε τις έννοιες μας και τις κρεμνούσε στα δέντρα
ένα δάσος από δέντρα του Ιούδα.
Ερωτιδείς και σάτυροι παίζαν και τραγουδούσαν
κι έβλεπες ρόδινα μέλη μέσα στις μαύρες δάφνες
σάρκες μικρών παιδιών.
Ήμασταν χαρούμενοι όλο το πρωί
η άβυσσο κλειστό πηγάδι
όπου χτυπούσε το τρυφερό πόδι ενός ανήλικου φαύνου
θυμάσαι το γέλιο του: πόσο χαρούμενοι!
Έπειτα σύννεφα βροχή και το νοτισμένο χώμα
έπαψες να γελάς σαν έγειρες μέσα στην καλύβα
κι άνοιξες τα μεγάλα σου τα μάτια κοιτάζοντας
τον αρχάγγελο να γυμνάζεται με μια πύρινη ρομφαία-

«Ανεξήγητο» είπες «ανεξήγητο
δεν καταλαβαίνω τους ανθρώπους
όσο και να παίζουν με τα χρώματα
είναι όλοι τους μαύροι».

Πεντέλη, άνοιξη

Πέμπτη 14 Ιανουαρίου

Η ΛΥΠΗΜΕΝΗ

Στην πέτρα της υπομονής
κάθισες προς το βράδυ
με του ματιού σου το μαυράδι
δείχνοντας πως πονείς

κι είχες στα χείλια τη γραμμή
που είναι γυμνή και τρέμει
σαν η ψυχή γίνεται ανέμη
και δέουνται οι λυγμοί•

κι είχες στο νου σου το σκοπό
που ξεκινά το δάκρυ
κι ήσουν κορμί που από την άκρη
γυρίζει στον καρπό

μα της καρδιάς σου ο σπαραγμός
δε βόγκηξε κι εγίνη
το νόημα που στον κόσμο δίνει
έναστρος ουρανός.


Παρασκευή 15 Ιανουαρίου

ΦΥΓΗ

Δεν ήταν άλλη η αγάπη μας
έφευγε ξαναγύριζε και μας έφερνε
ένα χαμηλωμένο βλέφαρο πολύ μακρινό
ένα χαμόγελο μαρμαρωμένο, χαμένο
μέσα στο πρωινό χορτάρι
ένα παράξενο κοχύλι που δοκίμαζε
να το εξηγήσει επίμονα η ψυχή μας.

H αγάπη μας δεν ήταν άλλη ψηλαφούσε
σιγά μέσα στα πράγματα που μας τριγύριζαν
να εξηγήσει γιατί δε θέλουμε να πεθάνουμε
με τόσο πάθος.

Kι αν κρατηθήκαμε από λαγόνια κι αν αγκαλιάσαμε
μ' όλη τη δύναμή μας άλλους αυχένες
κι αν σμίξαμε την ανάσα μας με την ανάσα
εκείνου του ανθρώπου
κι αν κλείσαμε τα μάτια μας, δεν ήταν άλλη
μονάχα αυτός ο βαθύτερος καημός να κρατηθούμε
μέσα στη φυγή.


Σάββατο 16 Ιανουαρίου

ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ Ι'

Ο τόπος μας είναι κλειστός, όλο βουνά
που έχουν σκεπή το χαμηλό ουρανό μέρα και νύχτα.
Δεν έχουμε ποτάμια δεν έχουμε πηγάδια δεν έχουμε πηγές,
μονάχα λίγες στέρνες, άδειες κι αυτές, που ηχούν και
που τις προσκυνούμε.
Ήχος στεκάμενος κούφιος, ίδιος με τη μοναξιά μας
ίδιος με την αγάπη μας, ίδιος με τα σώματά μας.
Μας φαίνεται παράξενο που κάποτε μπορέσαμε να χτίσουμε
τα σπίτια τα καλύβια και τις στάνες μας.
Κι οι γάμοι μας, τα δροσερά στεφάνια και τα δάχτυλα
γίνουνται αινίγματα ανεξήγητα για την ψυχή μας.
Πώς γεννήθηκαν πώς δυναμώσανε τα παιδιά μας;

Ο τόπος μας είναι κλειστός. Τον κλείνουν
οι δυο μαύρες Συμπληγάδες. Στα λιμάνια
την Κυριακή σαν κατεβούμε ν' ανασάνουμε
βλέπουμε να φωτίζουνται στο ηλιόγερμα
σπασμένα ξύλα από ταξίδια που δεν τέλειωσαν
σώματα που δεν ξέρουν πια πώς ν' αγαπήσουν.

Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου 2010

Εβδομάδα αφιέρωμα στην ειρήνη

Κυριακή 3 Ιανουαρίου

Τάσος Λειβαδίτης
ΚΙ ΕΓΙΝΕ ΤΟΤΕ ΜΕΓΑΛΗ ΣΙΩΠΗ
Κι έγινε τότε μεγάλη σιωπή.
Κι άρχισε ο ήλιος να κατεβαίνει μέσα στις φλόγες της δύσης.
Κι ο ουρανός έγινε κόκκινος.
Και το χώμα κόκκινο. Σαν αίμα.
Και δεν ακουγόταν τίποτα σ’ όλη τη γη.
Και προβάλλοντας σιγά σιγά
πίσω απ’ τα υψώματα
μεγάλες σκοτεινές φάλαγγες φάνηκαν να’ ρχονται.
Απ’ τις πεδιάδες, απ’ τα φαράγγια,
απ’ τις χαράδρες, απ’ τα βουνά
απ’ όλους τους δρόμους
φάνηκαν να ‘ρχονται
οι νεκροί του πολέμου.
Και πίσω τους έρχεται ο άνεμος
πίσω τους έρχεται ο μεγάλος άνεμος
πίσω τους έρχεται ο μεγάλος άνεμος βουίζοντας
ΕΙΡΗΝΗ ΕΙΡΗΝΗ ΕΙΡΗΝΗ.

Δευτέρα 4 Ιανουαρίου

Αριστοφάνης
ΕΙΡΗΝΗ (αποσπάσματα, μετάφραση: Θ. ΠΙΕΡΙΔΗ)

ΤΡΥΓΑΙΟΣ
Θεατές μαζεμένοι εδώ πέρα, τ' ακούτε;
Ζευγολάτες, ορμήστε μπροστά στα χωράφια!
Της δουλειάς σας τα σύνεργα πάρτε, μα τα όπλα,
τα κοντάρια τις σπάθες, αφήστε τα χάμω,
γιατί τώρα η Ειρήνη παντού βασιλεύει.
Ο καθένας ας πιάσει δουλειά στο χωράφι,
αφού πρώτα η φωνή μας υψώσει παιάνα!
...
ΤΡΥΓΑΙΟΣ
Συναχτείτ' εδώ να, προσευχή στην Ειρήνη χρωστάμε,
που μας λάφρωσε απ' όλα τα βάρη: λοφία, σπαθιά,
θυμηθείτε, ω άνθρωποι, το πώς η ζωή μας εκύλα
σαν η Ειρήνη τα πάντα βλογούσε σε μέρες παλιές,
θυμηθείτε τα σύκα, τ' ολόγλυκο εκείνο σταφύλι,
τις βιολέτες που ανθούσαν κοντά στο τρεχάτο νερό.
Όλα εκείνα τα δώρα της θεάς θυμηθείτε τα, φίλοι,
κι ένας ύμνος μεγάλος γι' αυτήν ν' ακουστεί απ' το Χορό.

Τρίτη 5 Ιανουαρίου

Γιάννης Ρίτσος
ΕΙΡΗΝΗ (απόσπασμα)

Η ειρήνη είναι τα σφιγμένα χέρια των ανθρώπων
είναι το ζεστό ψωμί στο τραπέζι του κόσμου
είναι το χαμόγελο της μάνας
Τίποτ’ άλλο δεν είναι η ειρήνη.
Και τ' αλέτρια που χαράζουν βαθιές αυλακιές σ' όλη της γης,
ένα όνομα μονάχα γράφουν:
Ειρήνη.
Τίποτ’ άλλο. Ειρήνη

Πάνω στις ράγες των στίχων μου
το τραίνο που προχωρεί στο μέλλον
φορτωμένο στάρι και τριαντάφυλλα,
είναι η ειρήνη

Αδέρφια,
μες στην ειρήνη διάπλατα ανασαίνει όλος ο κόσμος με όλα τα όνειρά μας
Δώστε τα χέρια αδέρφια μου,
αυτό ' ναι η ειρήνη.

Τετάρτη 6 Ιανουαρίου

Μανόλης Αναγνωστάκης
ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΜΑΣ ΔΙΑΒΑΣΕ ΕΝΑ ΒΡΑΔΥ Ο ΛΟΧΙΑΣ ΟTTO V…
Σε δύο λεφτά θ’ ακουστεί το παράγγελμα «Εμπρός»
Δεν πρέπει να σκεφτεί κανένας τίποτ’ άλλο
Εμπρός η σημαία μας κι εμείς εφ’ όπλου λόγχη από πίσω
Απόψε θα χτυπήσεις και θα χτυπηθείς
Θα τραβήξεις μπροστά τραγουδώντας ρυθμικά εμβατήρια
Θα τραβήξεις μπροστά που μαντεύονται χιλιάδες ανήσυχα μάτια
Εκεί που χιλιάδες χέρια σφίγγονται γύρω από μι’ άλλη σημαία
Έτοιμα να χτυπήσουνε και να χτυπηθούν.

Σ’ ένα λεφτό πρέπει να μας δώσουν το σύνθημα
Μια λεξούλα μικρή μες στη νύχτα, που σε λίγο εξαίσια θα λάμψει.

(Κι εγώ που ’χω μια ψυχή παιδική και δειλή
Που δε θέλει τίποτα άλλο να ξέρει απ’ την αγάπη
Κι εγώ πολεμώ τόσα χρόνια χωρίς, Θε μου, να μάθω γιατί
Και δε βλέπω μπροστά τόσα χρόνια παρά μόνο το δίδυμο αδερφό μου.)

Πέμπτη 7 Ιανουαρίου

Νικηφόρος Βρεττάκος
Ο ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ (απόσπασμα)
Τ'όνομά σου : ένας ψίθυρος απ' αστέρι σε αστέρι
Τ'όνομά σου : ομιλία δύο ρυακιών μεταξύ τους
Τ'όνομά σου : μονόλογος ενός πεύκου στο Σούνιο
Τ'όνομά σου : ένα ελάφι βουτηγμένο ως το γόνατο σε μιαν άμπωτη ήλιου.

Τ'όνομά σου : ροδόφυλλο σ' ενός βρέφους το μάγουλο
Τ'όνομά σου : πεντάγραμμο στις κεραίες των γρύλλων
Τ'όνομά σου : ο Ηνίοχος στην άμαξα του ήλιου.
Τ'όνομά σου : πορεία πέντε κύκνων που σέρνουν την πούλια στα μεσούρανα
Τ'όνομά σου : Ειρήνη στα κλωνάρια του δάσους.
Τ'όνομά σου : Ειρήνη στους δρόμους των πόλεων
Τ'όνομά σου : Ειρήνη στις ρότες των πλοίων
Τ'όνομά σου : ένας άρτος, βαλμένος στην άκρη της γης που περίσσεψε

Παρασκευή 8 Ιανουαρίου

Νικηφόρος Βρεττάκος
ΕΙΡΗΝΗ ΕΙΝΑΙ ΟΤΑΝ …(απόσπασμα από το έργο: Δυο άνθρωποι μιλούν για την ειρήνη του κόσμου)

Ειρήνη, λοιπόν,
είναι ό, τι συνέλαβα μες απ’ την έκφραση
και μες απ’ την κίνηση της ζωής. Και Ειρήνη
είναι κάτι βαθύτερο απ’ αυτό που εννοούμε
όταν δεν γίνεται κάποτε πόλεμος.
Ειρήνη είναι όταν τ’ ανθρώπου η ψυχή
γίνεται έξω στο σύμπαν ήλιος. Κι ο ήλιος
ψυχή μες στον άνθρωπο.
Σάββατο 9 Ιανουαρίου
Κώστας Καραχάλιος

ΤΟ ΑΛΗΘΙΝΟ ΠΟΙΗΜΑ

Τι θα χρειαζόταν ένα ποίημα
για ψωμί και για παπούτσια,
αν δεν υπήρχαν ξυπόλητοι και πεινασμένοι.
Τι θα χρειαζόταν ένα ποίημα για την Ειρήνη
αν ο Μήτσος δεν είχε σκοτωθεί,
αν η μόνα του
δεν είχε χάσει το παιδί της στον πόλεμο.
Τα αληθινά ποιήματα για την Ειρήνη
είναι οι θρήνοι των χαροκαμένων μανάδων,
είναι οι βλαστήμιες των σακάτηδων.
είναι οι τελευταίες κραυγές των νεκρών.
Το ποίημα για την Ειρήνη
είναι το αίμα που ανεβαίνει από τους αιώνες.
το αίμα που θα σας πνίξει
επίδοξοι νεκροθάφτες της γης.

Σάββατο 9 Ιανουαρίου

Κώστας Καραχάλιος

ΤΟ ΑΛΗΘΙΝΟ ΠΟΙΗΜΑ

Τι θα χρειαζόταν ένα ποίημα
για ψωμί και για παπούτσια,
αν δεν υπήρχαν ξυπόλητοι και πεινασμένοι.
Τι θα χρειαζόταν ένα ποίημα για την Ειρήνη
αν ο Μήτσος δεν είχε σκοτωθεί,
αν η μόνα του
δεν είχε χάσει το παιδί της στον πόλεμο.
Τα αληθινά ποιήματα για την Ειρήνη
είναι οι θρήνοι των χαροκαμένων μανάδων,
είναι οι βλαστήμιες των σακάτηδων.
είναι οι τελευταίες κραυγές των νεκρών.
Το ποίημα για την Ειρήνη
είναι το αίμα που ανεβαίνει από τους αιώνες.
το αίμα που θα σας πνίξει
επίδοξοι νεκροθάφτες της γης.

Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2010

Για τα παιδιά

Κυριακή 27 Δεκεμβρίου

Νικηφόρος Βρεττάκος, Το παιδί με τα σπίρτα

Το παιδί της μεγάλωσε. Έκλεισε σήμερα
τα έξι του χρόνια. Το χτένισε όμορφα.
Δε θα ‘χει πια ανάγκη. Περνά και το βλέπει.
Στη γωνιά της πλατείας στέκει σαν άντρας.
Απ’ τα πέντε κουτιά τα σπίρτα έχει κιόλας
πουλήσει τα τέσσερα. – Παίζει ο χειμώνας
στα δέκα του δάχτυλα. Έγινε νύχτα.
Κοιτάζει η μητέρα του δεξιά της, ζερβά της,
απάνω και κάτω. Σκοτάδι:
«Ας μπορούσεν ανάβοντας το παιδί μου ένα
σπίρτο
να φωτήσει τον κόσμο»


Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου

Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου, Για ένα παιδί που κοιμάται (απόσπασματα)

Νύχτα. Η κίνηση αραιή στη λεωφόρο
Μες στο κλειστό, το φωτισμένο εργοστάσιο,
Οι μηχανές, αποσταμένες* μα άγρυπνες,
Επιβλέπουν σαν άκακοι γίγαντα
Τον ύπνο του μικρού. [....}
Όλη τη μέρα δουλεύει στα φανάρια
Σκουπίζει τζάμια βιαστικά με το κόκκινο.
Εισπράττει κέρματα ή την εύλογη* αγανάκτηση
Περιμένει το επόμενο φανάρι.
Τίμια κερδίζει έτσι το ψωμί [....]
Τα χιονισμένα βουνά της πατρίδας του,
Τα χέρια της μάνας του που τύλιγαν γύρω του
Γυναίκειο μαντίλι για το κρύο,
Το δάσκαλο που πληρωνότανε με γάλα
Μόλις θυμάται.
Θυμάται κάτι ελληνικά από το στόμα του,
Που τώρα εδώ ακούγονται αλλιώτικα.
Όχι σαν βότσαλα γυαλιστερά μεγάλης θάλασσας,
Όχι σαν ποδοβολητό του αλόγου
Ενός ανίκητου στρατηλάτη,
Αλλά να, σαν τα κέρματα στην τσέπη,
Σαν το φτύσιμο στο βλέμμα του πελάτη.
Καμιά φορά πιο εγκάρδια
Σαν τούτο δω το βουητό της σκάρας,
Που όλο ανεβάζει το θερμό ατμό.

Τρίτη 29 Δεκεμβρίου

Γιάννης Ρίτσος, Κοριτσάκι μου

Κοριτσάκι μου,
μες στο βουβό πηγάδι του φεγγαριού
σου ’πεσε απόψε το πρώτο δαχτυλίδι σου.
Δεν πειράζει.
Αργότερα θα φτιάξεις άλλο
να παντρευτείς τον κόσμο μες στον ήλιο.
Γιατί δεν είναι κοριτσάκι
να μάθεις μόνο εκείνο που είσαι,
εκείνο που έχεις γίνει,
είναι να γίνεις
ό ,τι ζητάει
η ευτυχία του κόσμου.
Άλλη χαρά
δεν είναι πιο μεγάλη
απ’ τη χαρά που δίνεις
Να το θυμάσαι κοριτσάκι.



Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου

Γιάννης Ρίτσος, Πρωϊνὸ ἄστρο

Κοριτσάκι μου,
θέλω να σου φέρω
τα φαναράκια των κρίνων
να σου φέγγουν στον ύπνο σου.

Είναι μακρύς ὁ δρόμος.
Πρέπει να μεγαλώσεις.
Είναι μακρύς μακρύς
μακρύς ὁ δρόμος.
Το παιδί μου κοιμήθηκε
κι εγώ τραγουδάω...
Δύσκολα είναι, κοριτσάκι,
στην αρχή.
Τι να πεις, δεν ξέρεις.
Δύσκολα είναι στην αρχή.
Γιατί δεν είναι, κοριτσάκι,
να μάθεις μόνο
εκείνο που είσαι,
εκείνο που έχεις γίνει.
Είναι να γίνεις
ό, τι ζητάει
η ευτυχία του κόσμου,
είναι να φτιάχνεις, κοριτσάκι,
την ευτυχία του κόσμου. Κοιμήσου
κοριτσάκι.

Άλλη χαρά δεν είναι πιο μεγάλη
απ’ τη χαρά που δίνεις.

Να το θυμάσαι, κοριτσάκι.

Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου

Τόλης Νικηφόρου, Όταν πεθαίνει ένα παιδί

Αβιταμίνωση
είναι όρος των στατιστικών δελτίων
η πείνα εξωραϊσμένη
αποπροσωποποιημένη
όπως θα τόνιζε και κάποιος διανοητής
λέξη χωρίς εικόνα

ένα παιδί είναι μονάκριβο
ένα παιδί πεθαίνει κάθε δευτερόλεπτο
με την κοιλιά πρησμένη
μάτια που δεν χωράνε πια στις κόγχες τους
σε χώρες που ονομάζονται εξωτικές
πεθαίνει στο κατώφλι του σπιτιού μου

όταν πεθαίνει ένα παιδί
πέφτει βαθύτατο σκοτάδι το ξημέρωμα
βρέχει μεγάλα δάκρυα λαμπερά
πέτρινα γίνονται τα φύλλα και τα δέντρα

όταν πεθαίνει ένα παιδί
ταράζεται ο ύπνος των αρχαίων νεκρών
κι από τη γη αναδύονται τα πρόσωπά τους
ενώ σαν χάλκινο πουλί
ο άνεμος τοξεύεται στο χώμα

όταν πεθαίνει ένα παιδί
οι λέξεις κι οι φωνές συντρίβονται
τριγύρω ο κόσμος καταρρέει


Παρασκευή 1 Ιανουαρίου

Μανόλης Αναγνωστάκης, Στο παιδί μου...

Στο παιδί μου δεν άρεσαν ποτέ τα παραμύθια

Και του μιλούσανε για Δράκους και για το πιστό σκυλί
Για τα ταξίδια της Πεντάμορφης και για τον άγριο λύκο

Μα στο παιδί δεν άρεσαν ποτέ τα παραμύθια

Τώρα, τα βράδια, κάθομαι και του μιλώ
Λέω το σκύλο σκύλο, το λύκο λύκο, το σκοτάδι σκοτάδι,
Του δείχνω με το χέρι τους κακούς, του μαθαίνω
Ονόματα σαν προσευχές, του τραγουδώ τους νεκρούς μας.

Α, φτάνει πια! Πρέπει να λέμε την αλήθεια στα παιδιά.

Σάββατο 5 Δεκεμβρίου

Μ. Δ. Στασινόπουλος, Προσευχή για τ’ άστεγα παιδιά

Στο μαλακό κρεβάτι μου,
λευκό μου προσκεφάλι,
τί όμορφα που ’ναι απάνω σου
να γέρνω το κεφάλι,
την ώρα που έξω η βροχή
λυσσά κι όλοι οι ανέμοι
Κι αχ! πως φοβάται η μικρή
καρδούλα μου και τρέμει!
Μα ξέρω, Θεέ μου, πως αλλού
κι άλλα παιδάκια θα ’ναι,
που πεινασμένα και γδυτά
κι έρημα θ’ αγρυπνάνε
και που δεν θα ’χουν μαλακό
κι ολάσπρο προσκεφάλι,
το νυσταγμένο και βαρύ
να γείρουνε κεφάλι.
Αχ! κάνε, Θεέ μου, στο εξής
σ’ όλη την οικουμένη
παιδί ορφανό κι αστέγαστο
κανένα να μη μένει.
Κι όπου δεν έχουν τα φτωχά
να γείρουν το κεφάλι
στέλνε με τα’ αγγελούδι σου
κι από ’να προσκεφάλι.

Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2010

Χριστουγεννα

Κυριακή 20 – Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2009

Κυριακή 20 Δεκεμβρίου

Γιώργος Θέμελης, Γέννηση
Οδύνη το σκέπασμα
Να κάθεσαι να υπάρχεις
Μέσα στο στήθος

Με παιδεύουν λυγμοί
Ραγισμένες καμπάνες

Να είχα το θάρρος
Αγάπη ακούραστη
Να μπορούσα να ψάλλω
-- Ειρήνη!... Ευδοκία!

Έκλεισαν οι φωνές
Τα μάτια έχουν στεγνώσει
Μοναξιά μεγαλόπρεπη

Έντομα φριχτά φτερά βυθισμένα στη λάσπη
Αλλού το κεφάλι, αλλού τα μέλη
Θρεμμένα με το ίδιο τους το αίμα

Δεν υπάρχουν πια ποιμένες
Άστρα που ψάλλουν στο βαθύ ουρανό
Οι Άγγελοι τραβήχτηκαν σε απρόσιτα ύψη

Δε βρίσκεται στη γη παρθένος
Να εγκυμονεί το υιό του ανθρώπου
Αγκαλιά ουρανού με τη νύχτα

Πότε θα περιμένουν να ’ρθει
Η Δευτέρα Παρουσία

Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου

Κωστής Παλαμάς, Να ’μουν του στάβλου εν' άχυρο
Να ‘μουν του στάβλου εν' άχυρο, ένα φτωχό κομμάτι
την ώρα π' άνοιγ' ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι.
Να ιδώ την πρώτη του ματιά και το χαμόγελό του,
το στέμμα των ακτίνων του γύρω στο μέτωπό του.
Να λάμψω από τη λάμψη του κι' εγώ σαν διαμαντάκι
κι' από τη θεία του πνοή να γίνω λουλουδάκι.
Να μοσκοβοληθώ κι' εγώ από την ευωδία,
που άναψε στα πόδια του των Μάγων η λατρεία.
Να ‘μουν του στάβλου ένα άχυρο ένα φτωχό κομμάτι
την ώρα π' άνοιγ' ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι.



Τρίτη 22 Δεκεμβρίου

Γ. Δροσίνης, Νύχτα Χριστουγεννιάτικη

Την άγια νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη
λυγούν τα πόδια
και προσκυνούν γονατιστά στη φάτνη τους
τα άδολα βόδια.
Κι ο ζευγολάτης ξάγρυπνος θωρώντας τα
σταυροκοπιέται
και λέει με πίστη απ' της ψυχής τ' απόβαθα
Χριστός γεννιέται!

Την άγια νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη
κάποιοι ποιμένες
ξυπνούν από φωνές ύμνων μεσούρανες
στη γη σταλμένες.

Κι ακούοντας τα Ωσαννά απ’ αγγέλων στόματα
στον σκόρπιο αέρα
τα διαλαλούν σε χειμαδιά λιοφώτιστα
με την φλογέρα.
Την άγια νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη
- ποιος δεν το ξέρει -
των μάγων κάθε χρόνο τα μεσάνυχτα
λάμπει το αστέρι.

Κι όποιος το βρει μες στ’ άλλα αστέρια ανάμεσα
και δεν το χάσει,
σε μια άλλη Βηθλεέμ ακολουθώντας το
μπορεί να φτάσει.


Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου

Κωστής Παλαμάς, Ένας Θεός
Ω! μέσα μου γεννιέται ένας Θεός!
και το κορμί μου γίνεται ναός
δεν είναι ως πρώτα φάτνη ταπεινή.
μέσα μου λάμπουν ξάστεροι ουρανοί,

το μέτωπό μου λάμπει σαν αστέρι …
Στο Θεό φανείτε τώρα, ήρθεν η ώρα,
από τ’ άγνωστα μυστικά σας μέρη,
Μάγοι, φέρτε στο Θεό τα πλούσια δώρα.

Φέρτε μου Μάγοι – θεία βουλή το γράφει –
τη σμύρνα της ελπίδας, το λιβάνι
της πίστης, της αγάπης το χρυσάφι!
Μυστήρια τέτοια ανθρώπου νους δε βάνει!

Και σεις, Θρόνοι πανάχραντοι, αγγελούδια,
στην καρδιά μου – στην κούνια του – σκυμμένα,
με της αθανασίας τα τραγούδια
υμνολογείτε εσείς τη θεία τη γέννα.

Μέσα μου λάμπουν ξάστεροι ουρανοί,
και το κορμί μου, φάτνη ταπεινή,
βλέπω και αλλάζει, γίνεται ναός.
ω! μέσα μου γεννιέται ένας Θεός!

Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου

Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, Χριστούγεννα του χωριού
Μες την αχνόφεγγη βραδιά
πέφτει ψιλό-ψιλό το χιόνι,
γύρω στην έρμη λαγκαδιά
στρώνοντας κάτασπρο σεντόνι.

Ούτε πουλιού γροικάς λαλιά,
ούτ’ ένα βέλασμα προβάτου,
λες κι απλωμένη σιγαλιά
είναι κει ολόγυρα θανάτου.

Μα ξάφνου πέρα απ’ το βουνό
γλυκός σημάντρου ήχος γροικιέται,
ωσάν βαθιά απ’ τον ουρανό
μέσα στη νύχτα να σκορπιέται.

Κι αντιλαλεί τερπνά-τερπνά
γύρω στην άφωνη την πλάση,
και το χωριό γλυκοξυπνά
την Άγια μέρα να γιορτάσει.


Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου

Λειβαδίτης Τάσος, «Η Γέννηση»
Ένα άλλο βράδυ τον άκουσα να κλαίει δίπλα. Χτύπησα την πόρτα και μπήκα. Μου ’δειξε πάνω στο κομοδίνο ένα μικρό ξύλινο σταυρό. «Είδες - μου λέει – γεννήθηκε η ευσπλαχνία». Έσκυψα τότε το κεφάλι κι έκλαψα κι εγώ.
Γιατί θα περνούσαν αιώνες και αιώνες και δε θα ‘χαμε να πούμε τίποτα ωραιότερο απ’ αυτό.

Σάββατο 26 Δεκεμβρίου

Ζωή Καρέλλη, Το ταξίδι των μάγων (απόσπασμα)
[... ] Ήμασταν τρεις,
τώρα κανέναν άλλον δε βλέπω
κι' αισθάνομαι τα χέρια μου
πότε άδεια, πότε βαριά.
Βασιλείς τότε προς τον βασιλέα
του κόσμου, τώρα κανείς
δε βασιλεύει με βεβαιότητα.
Σκοτάδι βαρύ. Ποιος μ' οδηγεί;
Δίχως συντροφιά,
δίχως άστρο κανένα πηγαίνω.
Μόνη προσφορά, η μεγάλη που γνωρίζω,
συμφορά της στέρησής Του.
Τι να προσφέρω σημάδι ευλάβειας
κι' υποταγής; Εμείς, άνθρωποι
της παράφορης τούτης εποχής,
τι μπορούμε, δικό μας, ευτυχείς
να Του δώσουμε; Είναι ανάγκη
να βρούμε την προσφορά.
Τίποτα δεν προσφέρει της ψυχής μας
ο τόσος αγώνας.
Χρυσόν, λίβανον και σμύρναν
άλλοτε, δώρα απλά.
Μας παιδεύει η ασυμπλήρωτη προσφορά.
Τώρα που πορεύομαι στο σκοτάδι,
χωρίς τη χαρά των δώρων, μονάχος,
δεν έχω παρά τον εαυτό μου να δώσω.

Πιο πολλή αγάπη

Κυριακή 13 – Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2009


Κυριακή 13 Δεκεμβρίου

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ:
Το Θαλασσινό Τριφύλλι

Μια φορά στα χίλια χρόνια
του πελάγου τα τελώνια
μες στα πράσινα χαλίκια
Το φυτεύουνε και βγαίνει
πριν ο ήλιος ανατείλει
Το μαγεύουνε και βγαίνει
το θαλασσινό τριφύλλι

Κι όποιος το 'βρει δεν πεθαίνει
κι όποιος το 'βρει δεν πεθαίνει

Μια φορά στα χίλια χρόνια
κελαηδούν αλλιώς τ' αηδόνια
Δε γελάνε μήτε κλαίνε
μόνο λένε μόνο λένε:
-Μια φορά στα χίλια χρόνια
γίνεται η αγάπη αιώνια
Να 'χεις τύχη να 'χεις τύχη
κι η χρονιά να σου πετύχει

Κι από τ' ουρανού τα μέρη
την αγάπη να σου φέρει
Το θαλασσινό τριφύλλι
ποιος θα βρει να μου το στείλει
Μες στα σκοτεινά τα φύκια
Ποιος θα βρει να μου το στείλει
το θαλασσινό τριφύλλι.



Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου

ΜΑΡΙΑ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ Γιατί μ' αγάπησες (αποσπ.)
Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ' αγάπησες .
Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
και σε βροχή, σε χιόνια,
δεν τραγουδώ παρά γιατί μ' αγάπησες.

Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι' αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο
κ' έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου. [...]

Μόνο γιατί μ' αγάπησες γεννήθηκα,
γι' αυτό η ζωή μου εδόθη.
Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη
μένα η ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ' αγάπησες γεννήθηκα.

Μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου
μου χάρισε η αυγή ρόδα στα χέρια.
Για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου
μου γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια,
μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου.

Τρίτη 15 Δεκεμβρίου

Κ.Π. ΚΑΒΑΦΗΣ:
Εν απογνώσει -
Τον έχασ’ εντελώς. Και τώρα πια ζητεί
στα χείλη καθενός καινούριου εραστή
τα χείλη τα δικά του• στην ένωσι με κάθε
καινούριον εραστή ζητεί να πλανηθεί
πως είναι ο ίδιος νέος, πως δίδεται σ’ εκείνον.

Τον έχασ’ εντελώς, σαν να μη υπήρχε καν.
Γιατί ήθελε —είπ’ εκείνος— ήθελε να σωθεί
απ’ την στιγματισμένη, την νοσηρά ηδονή•
απ’ την στιγματισμένη, του αίσχους ηδονή.
Ήταν καιρός ακόμη— ως είπε— να σωθεί.

Τον έχασ’ εντελώς, σαν να μη υπήρχε καν.
Aπό την φαντασίαν, από τες παραισθήσεις
στα χείλη άλλων νέων τα χείλη του ζητεί•
γυρεύει να αισθανθεί ξανά τον έρωτά του.

Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου

ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ
Το απλό παιδί που εγώ αγαπώ…
Τ’ απλό παιδί, που εγώ αγαπώ, δεν έζησε στα πλούτη,
δεν έχει τρόπους να φερθεί και μήτε να ντυθεί,
– μα ’ναι το πιο καλό παιδί, που μες στην πλάση τούτη,
μπορεί ν’ απαντηθεί!

Δεν ξέρει γράμματα πολλά, δεν κάνει για σαλόνι,
τα ρούχα του είναι της δουλειάς, τριμμένα και παλιά,
– μα το μεγάλωσε το φως, αυτό που μεγαλώνει
τα ξένοιαστα πουλιά…

Κι άλλοτε μου ’τυχε ξανά στο διάβα κάποιου δρόμου,
να περπατήσω συντροφιά με διάφορα παιδιά,
– μ’ αυτό, σεμνό και ταπεινό, βαδίζει στο πλευρό μου,
σα μια μικρή καρδιά…
Κι όταν των άλλων των παιδιών τα λούσα βλέπει πλάι,
κι αυτό δεν έχει πιο καλό κοστούμι να ντυθεί,
τότε γυρίζει τη ματιά και μου χαμογελάει,
να παρηγορηθεί…

Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου

ΜΥΡΤΙΩΤΙΣΣΑ
Σ’ αγαπώ
Σ΄ αγαπώ - δεν μπορώ
τίποτ΄ άλλο να πω
πιο βαθύ, πιο απλό,
πιο μεγάλο!

Μπρος στα πόδια σου εδώ
με λαχτάρα σκορπώ
τον πολύφυλλο ανθό
της ζωής μου.

Ώ μελίσσι μου, πιες
απ΄αυτόν τις γλυκές,
τις αγνές ευωδιές
της ψυχής μου!

Τα δυο χέρια μου - νά!
στα προσφέρω δετά,
για να γείρεις γλυκά
το κεφάλι,

κ΄ η καρδιά μου σκιρτά
κι όλη ζήλεια ζητά
να σου γίνει ως αυτά
προσκεφάλι!

Και για στρώμα, καλέ,
πάρε όλην εμέ –
σβήσ΄ τη φλόγα σε με
της φωτιάς σου,

ενώ δίπλα σου εγώ
τη ζωή θ΄ αγροικώ
να κυλάει στο ρυθμό
της καρδιάς σου!..

Σ΄ αγαπώ - τι μπορώ,
ακριβέ, να σου πω,
πιο βαθύ, πιο απλό
πιο μεγάλο;..

Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου

ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΜΑΛΑΚΑΣΗΣ
Αγάπη
Ας μη γυρίζει ο λογισμός στα χρόνια εκείνα πίσω,
κάλλιο μια τέτοια θύμηση για πάντα να χαθεί,
ποιος ξέρει, τώρα θα ‘τανε γραφτό να σ’ αγαπήσω,
και τόσο που καμιά ποτέ δεν έχει αγαπηθεί.

Κι αν έφυγεν η νιότη σου, που θλίβεσαι για δαύτη,
ως για πουλί που πέταξε μ’ άλλα μαζί πουλιά,
περσότερο από μια άνοιξη τον έρωτά μου ανάφτει
του χινοπώρου τ’ άγγιγμα στα ωραία σου μαλλιά.

Κι ακόμα φτάνω ν’ αγαπώ σ’ εσέ μιαν άλλη εικόνα
- τ’ ορκίζομαι στα μάτια σου που τόσο λαχταρώ –
τον ήμερο κι ανέφελο και το γλαυκό χειμώνα,
που στο χλωμό σου πρόσωπο μια μέρα θα θωρώ.

Σάββατο 19 Δεκεμβρίου

ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ:
Αγάπη
Α! Τι ωφελεί να καρτεράς όρθιος στην πόρτα του σπιτιού
και με τα μάτια στους νεκρούς τους δρόμους στυλωμένα,
αν είναι νά ’ρθει θε να ’ρθεί, δίχως να νοιώσεις από πού,
και πίσω σου πλησιάζοντας με βήματα σβησμένα
θε να σου κλείσει απαλά με τ' άσπρα χέρια της τα δυο
τα μάτια που κουράστηκαν τους δρόμους να κοιτάνε'
κι όταν, γελώντας, να της πεις θα σε ρωτήσει: "ποια είμαι εγώ;"
απ' της καρδιάς το σκίρτημα θα καταλάβεις ποια 'ναι.
Δεν ωφελεί να καρτεράς! Αν είναι νά ’ρθει θε να ’ρθεί '
κλειστά όλα νά ’ναι, αντίκρυ σου να στέκεται θα δεις ορθή
κι ανοίγοντας τα χέρια της πρώτη θα σ' αγκαλιάσει.
Ειδέ, κι αν έχεις φωτεινό το σπίτι για να την δεχτείς
κι έτσι ως την δεις τρέξεις σ' αυτήν κι ομπρός στα πόδια της συρθείς,
αν είναι να ‘ρθει θε να ’ρθεί, αλλιώς θα προσπεράσει.

Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2010

Αγάπη

Κυριακή 6 – Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2009


Κυριακή 6 Δεκεμβρίου
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ: Μονόγραμμα (απόσπ.)

Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν, μ’ ακούς
Δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα μ’ ακούς
Το χαμένο μου το αίμα και το μυτερό, μ’ ακούς
Μαχαίρι
Σαν κριάρι πού τρέχει μες στους ουρανούς
Και των άστρων τους κλώνους τσακίζει, μ’ ακούς
Είμ’ εγώ, μ’ ακούς
Σ’ αγαπώ, μ’ ακούς
Σε κρατώ και σε πάω και σου φορώ
Το λευκό νυφικό της Οφηλίας, μ’ ακούς
Που μ’ αφήνεις, που πας και ποιος, μ’ ακούς
Σου κρατεί το χέρι πάνω απ’ τους κατακλυσμούς
[…]
Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ’ ακούς
Να τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ’ ακούς
Μες στη μέση της θάλασσας
Από το μόνο θέλημα της αγάπης, μ’ ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ’ ακούς
Με σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου, άκου
Ποιός μιλεί στα νερά και ποιος κλαίει -- ακούς;
Είμ’ εγώ πού φωνάζω κι είμ’ εγώ πού κλαίω, μ’ ακούς
Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, μ’ ακούς.

Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου
ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ
Μικρό τραγούδι (Ο παλιός μας ο Έρωτας)
Ο παλιός μας ο Έρωτας,
με τα βάσανά του,
–ο καλός μας ο έρωτας,
ήταν του θανάτου.

Δέκα χρόνια στη σειρά,
δίχως να το ξέρει,
δέκα χρόνια στη σειρά,
μας κρατούσε ταίρι•

μας βαστούσε συντροφιά,
μας κρατούσε ταίρι,
δέκα χρόνια στη σειρά
–κι ένα καλοκαίρι...

Μα όπως όλα μας περνούν
και χαρές και πόνοι,
να μια μέρα, που, κι αυτός,
άρχισε να λιώνει.

Κι ένα βράδυ σκοτεινό,
–βράδυ πικραμένο,
καθώς είχα κουραστεί
να σε περιμένω,

δίχως λέξη να μου πει,
γύρισε στη μπάντα,
σφάλισε τα μάτια του
–κι έσβησε για πάντα...

Τρίτη 8 Δεκεμβρίου
ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ:
Της Αγάπης
Να 'ξερες πώς λαχτάριζα τον ερχομό σου, Αγάπη
που ίσαμε τα σήμερα δε σ' έχω νοιώσει ακόμα,
μα που ένστικτα το είναι μου σ' αναζητούσεν, όπως
τη γόνιμη άξαφνη βροχή το στεγνωμένο χώμα!
Πόσες φορές αλλοίμονο! δε γιόρτασα, θαρρώντας
πως επί τέλους έφτασες, Εσύ που είχες αργήσει:
Σα μυγδαλιά, που ηλιόλουστες ημέρες του χειμώνα
την ξεγελάνε, βιάζονταν κι εμέ η ψυχή ν' ανθήσει.
Μα δεν ερχόσουνα ποτές και, μέρα με τη μέρα,
τ' άνθια σωριάζονταν στη γης από τον κρύο αγέρα
κι είναι η ψυχή μου πιο γυμνή παρά προτού ν 'ανθίσει'
Και σήμερα, που η Νιότη μου γέρνει αργά στη δύση,
του ερχομού σου σβήνεται κι η τελευταία ελπίδα:
-Φοβάμαι πως επέρασες, Αγάπη και δεν σ' είδα!..

Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου
ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ
Ερωτικό
Καημός, αλήθεια, να περνώ του έρωτα πάλι το στενό,
ώσπου να πέσει η σκοτεινιά, μια μέρα του θανάτου…
Στενό βαθύ και θλιβερό, που θα θυμάμαι για καιρό,
τι μου στοιχίζει στην καρδιά, το ξαναπέρασμά του.

Ας είναι, ωστόσο, τι ωφελεί; Γυρεύω πάντα το φιλί,
στερνό φιλί, πρώτο φιλί, και με λαχτάρα πόση!
Γυρεύω πάντα το φιλί, που μου το τάξανε πολλοί,
κι όμως δεν μπόρεσε κανείς, ποτέ, να μου το δώσει…

Ίσως μια μέρα, όταν χαθώ, γυρνώντας πάλι στο βυθό,
και με τη Νύχτα, μυστικά, γίνουμε, πάλι, ταίρι,
αυτό το ανεύρετο φιλί, που το λαχτάρησα πολύ,
σα μια παλιά της οφειλή, να μου το ξαναφέρει!

Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου
ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ:
Ερωτικό κάλεσμα
Έλα κοντά μου, δεν είμαι η φωτιά.
Τις φωτιές τις σβήνουν τα ποτάμια.
Τις πνίγουν οι νεροποντές.
Τις κυνηγούν οι βοριάδες.
Δεν είμαι, δεν είμαι η φωτιά.
Έλα κοντά μου δεν είμαι άνεμος.
Τους άνεμους τους κόβουν τα βουνά.
Τους βουβαίνουν τα λιοπύρια.
Τους σαρώνουν οι κατακλυσμοί.
Δεν είμαι, δεν είμαι ο άνεμος.
Εγώ δεν είμαι παρά ένας στρατολάτης
ένας αποσταμένος περπατητής
που ακούμπησε στη ρίζα μιας ελιάς
ν’ ακούσει το τραγούδι των γρύλων.
Κι αν θέλεις, έλα να τ’ ακούσουμε μαζί.

Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου
ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΩΣΤΑΒΑΡΑΣ:
Η αγάπη δεν είναι ζάλη

Η αγάπη δεν είναι ζάλη.
Δεν είναι άνθος που μεθάει απ' το φιλί της άνοιξης.
Μυρωμένο τραγούδι που απλώνεται πάνω στη σάρκα γλυκά.
Η αγάπη είναι φόβος.
Δεν είναι σώμα που ζητάει να βρει παρηγοριά.
Τρυφερή αύρα που λικνίζει τα νοσταλγικά απογεύματα.
Είναι ποτάμι που περνάει μέσα από τα μαύρα λιβάδια.
Άγριος αγέρας που σπάζει τα κλαδιά στους κήπους και στα όνειρα.
Δεν είναι ζάλη η αγάπη. Δεν είναι σιγανή φωτιά.
Ούτε χωράει στα κλειστά, στα σίγουρα βράδια.
Βγαίνει έξω και χτυπιέται με το δαίμονα.
Παλεύει όλη νύχτα στ' αναμμένα αλώνια.
Βαδίζει στα τυφλά πάνω στο τεντωμένο σύρμα.
Όταν κάτω απ' τα πόδια ανοίγονται
Τα κοφτερά φαράγγια.
Όμως δεν είναι ζάλη η αγάπη.
Αγάπη είναι ο τρόμος που η ζωή μετράει το ανάστημά της.
Μετριέται με το άδειο πρόσωπο που βγαίνει απ' το σκοτάδι.

Σάββατο 13 Δεκεμβρίου
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
τ' άγριο μαλλί σου στην τρικυμία
το ραντεβού μας η ώρα μία.
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
τα μαύρα μάτια σου το μαντίλι
την εκκλησούλα με το καντήλι.
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
κι εμάς τους δύο χέρι με χέρι.

Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
με τα μισόλογα τα σβησμένα
τα καραβόπανα τα σχισμένα.
Μες στις αφρόσκονες και τα φύκια
όλα τα πήρε τα πήγε πέρα
τους όρκους που έτρεμαν στον αέρα.
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
κι εμάς τους δύο χέρι με χέρι.

Εβδομάδα - αφιέρωμα στο Νικηφόρο Βρεττάκο

Κυριακή 29 Νοεμβρίου
ΟΙ ΜΙΚΡΟΙ ΓΑΛΑΞΙΕΣ
Πάνε κι έρχονται οι άνθρωποι πάνω στη γη.
Σταματάνε για λίγο, στέκονται ο ένας
αντίκρυ στον άλλο, μιλούν μεταξύ τους.
Έπειτα φεύγουν, διασταυρώνονται, μοιάζουν
σαν πέτρες που βλέπονται.
Όμως, εσύ,
δε λόξεψες, βάδισες ίσα, προχώρησες
μες από μένα, κάτω απ' τα τόξα μου,
όπως κι εγώ: προχώρησα ίσα, μες από σένα,
κάτω απ' τα τόξα σου. Σταθήκαμε ο ένας μας
μέσα στον άλλο, σα νάχαμε φτάσει.
Βλέποντας πάνω μας δυο κόσμους σε πλήρη
λάμψη και κίνηση, σαστίσαμε ακίνητοι
κάτω απ' τη θέα τους -
Ήσουν νερό,
κατάκλυσες μέσα μου όλες τις στέρνες.
Ήσουνα φως, διαμοιράστηκες. Όλες
οι φλέβες μου έγιναν άξαφνα ένα
δίχτυ που λάμπει: στα πόδια, στα χέρια,
στο στήθος, στο μέτωπο.
Τ' άστρα το βλέπουνε, ότι:
δυο δισεκατομμύρια μικροί γαλαξίες και πλέον
κατοικούμε τη γη.
Δευτέρα 30 Νοεμβρίου

ΕΙΡΗΝΗ ΕΙΝΑΙ ΟΤΑΝ …(απόσπασμα από το έργο: Δυο άνθρωποι μιλούν για την ειρήνη του κόσμου)

Ειρήνη, λοιπόν,
είναι ό,τι συνέλαβα μες απ’ την έκφραση
και μες απ’ την κίνηση της ζωής. Και Ειρήνη
είναι κάτι βαθύτερο απ’ αυτό που εννοούμε
όταν δεν γίνεται κάποτε πόλεμος.
Ειρήνη είναι όταν τ’ ανθρώπου η ψυχή
γίνεται έξω στο σύμπαν ήλιος. Κι ο ήλιος
ψυχή μες στον άνθρωπο.

Τρίτη 1 Δεκεμβρίου
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ

Όταν κάποτε φύγω από τούτο το φως
θα ελιχθώ προς τα πάνω όπως ένα
ρυακάκι πού μουρμουρίζει.
Κι αν τυχόν κάπου ανάμεσα
στους γαλάζιους διαδρόμους
συναντήσω αγγέλους, θα τους
μιλήσω ελληνικά, επειδή
δεν ξέρουνε γλώσσες. Μιλάνε
μεταξύ τους με μουσική.

Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου
∆ΥΟ ΜΗΤΕΡΕΣ ΝΟΜΙΖΟΥΝ ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΕΣ
Ο γιος της σκοτώθηκε πριν έξη µήνες
Τώρα κάθε πρωί που ανοίγει την πόρτα της,
είναι ένα πένθος. Νοµίζεις πως βλέπεις,
έξω από χρόνο και χώρο: το πένθος.
Το βράδυ, το ίδιο:
Σπρώχνει την πόρτα
σα να σωριάζεται. Μπαίνει τρεκλίζοντας,
ανάβει το φως. Η µαύρη της µπόλια
είναι λυµένη. Οι άκρες της κρέµονται
ως κάτου το πάτωµα. Στον τοίχο, αντικρύ της,
η εικόνα ταράζεται. Η Παναγία τη βλέπει,
τρέµουν τα χέρια της, θα της φύγει θαρρείς,
θα της πέσει το βρέφος της.

Τα χείλη της σφίγγονται, η κόκκινη
μαντήλα της παίζει. Θέλει να την
βοηθήσει ,αλλά-το σπίτι είναι έρηµο.
δεν έχει σε ποιον να αφήσει σ’ αυτόν
τον κόσµο για µια στιγµή το παιδί της...

Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου

ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ ΜΟΥ

...Μην με μαρτυρήσεις!
Και προπαντός να μην του πεις πως μ' εγκατέλειψεν η ελπίδα!
Καθώς κοιτάς τον Ταΰγετο, σημείωσε τα φαράγγια που πέρασα.
Και τις κορφές που πάτησα. Και τα άστρα
που είδα. Πες τους από μένα, πες τους από τα δάκρυά μου,
ότι επιμένω ακόμη πως ο κόσμος
είναι όμορφος!
Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου
ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΜΕ ΤΗ ΣΑΛΠΙΓΚΑ

Αν μπορούσες να ακουστείς
θα σου έδινα την ψυχή μου
να την πας ως την άκρη του κόσμου.
Να την κάνεις περιπατητικό αστέρι ή ξύλα
αναμμένα για τα Χριστούγεννα - στο τζάκι του Νέγρου
ή του Έλληνα χωρικού. Να την κάνεις ανθισμένη μηλιά
στα παράθυρα των φυλακισμένων. Εγώ
μπορεί να μην υπάρχω ως αύριο.
Αν μπορούσες να ακουστείς
θα σου έδινα την ψυχή μου
να την κάνεις τις νύχτες
ορατές νότες, έγχρωμες,
στον αέρα του κόσμου.

Να την κάνεις αγάπη


Σάββατο 5 Δεκεμβρίου

ΕΝΑΣ ΜΙΚΡΟΤΕΡΟΣ ΚΟΣΜΟΣ

Αναζητώ μιαν ακτή να μπορέσω να φράξω
με δέντρα ἢ καλάμια ένα μέρος
του ορίζοντα. Συμμαζεύοντας το άπειρο, να ’χω
την αίσθηση: ή πως δεν υπάρχουνε μηχανές
ή πως υπάρχουνε πολύ λίγες· ή πώς δεν υπάρχουν στρατιώτες
ή πως υπάρχουνε πολύ λίγοι· ή πως δεν υπάρχουνε όπλα
ή πως υπάρχουνε πολύ λίγα, στραμμένα κι αυτά προς την έξοδο
των δασών με τους λύκους· ή πως δεν υπάρχουνε έμποροι
ή πως υπάρχουνε πολύ λίγοι σε απόκεντρα
σημεία της γης όπου ακόμη δεν έγιναν αμαξωτοί δρόμοι.
Το ελπίζει ο Θεός
πως τουλάχιστο μες στους λυγμούς των ποιητών
δεν θα πάψει να υπάρχει ποτές ὁ παράδεισος.

Εβδομάδα αφιέρωμα στη Θάλασσα

Κυριακή 22 Νοεμβρίου

Γ. Ξ. Στογιαννίδης: ΘΑΛΑΣΣΑ

Είπε: εγώ δεν είμαι δέντρο, δεν έχω ρίζες

φύλλα να μου σκεπάζουν τον ορίζοντα.

Δεν το μπορώ να μου δένουν τα πόδια

να με καθηλώνουν στη γη αιωνίως,

θα πέθαινα.

Τι να την κάνω την άνοιξη,

τα πουλιά που έρχονται ν’ ανάψουν το φως το πρωί

να ξυπνήσουν τη μέρα,

να πάρουν τον ύπνο απ’ τα μάτια μου,

αφού μου απαγορεύουν την κίνηση!

Εγώ είμαι η θάλασσα δεν με πιάνει κανείς

αν με πλησιάσεις θα καταποντιστείς.

(Γοργόνες και μέδουσες μεγαλώνω στα σπλάχνα μου)

Σ’ το λέω: φυλάξου μην τρέχεις ξοπίσω μου

θα χαθείς στ’ αφρισμένο μου πείσμα,

γλιστρώ συνεχώς, δεν είμαι από δω

δεν ξέρω την καταγωγή μου.

Το χρώμα μου αλλάζει, δεν έχω συνείδηση

μονάχα αίσθηση είμαι

φυλάξου!

Δευτέρα 23 Νοεμβρίου

Γιώργος Σεφέρης: ΕΠΙ ΣΚΗΝΗΣ (Δ΄)

Η θάλασσα. πως έγινε έτσι η θάλασσα;

Άργησα χρόνια στα βουνά.

με τύφλωναν οι πυγολαμπίδες.

Τώρα σε τούτο τ’ ακρογιάλι περιμένω

ν’ αράξει ένας άνθρωπος

ένα υπόλειμμα, μια σχεδία.

Μα μπορεί να κακοφορμίσει η θάλασσα;

Ένα δελφίνι την έσκισε μια φορά

κι ακόμη μια φορά

η άκρη του φτερού ενός γλάρου.

Κι όμως ήταν γλυκό το κύμα

όπου έπεφτα παιδί και κολυμπούσα

κι ακόμη σαν ήμουν παλικάρι

καθώς έψαχνα σχήματα στα βότσαλα,

γυρεύοντας ρυθμούς,

μου μίλησε ο Θαλασσινός Γέρος.

«Εγώ είμαι ο τόπος σου.

ίσως να μην είμαι κανείς

αλλά μπορώ να γίνω αυτό που θέλεις».

Τρίτη 24 Νοεμβρίου

Γεώργιος Δροσίνης: η θάλασσα και τα ποτάμια

Πήγαν τα ποτάμια
παραπονεμένα
κι είπαν της θαλάσσης:
Φέρνομε σ’ εσένα
όλα μας τα πλούτη,
όλη τη χαρά μας,
όλη τη ζωή μας,
όλα τα νερά μας.
Και για πληρωμή μας
συ τι μας χαρίζεις;
Παίρνεις τα νερά μας
και μας τ’ αρμυρίζεις!

Και τους ειπ’ εκείνη:
Πώς μπορώ ν’ αλλάξω;
Τα γλυκά νερά σας
πώς να τα φυλάξω;
Είμ
᾿ από τη φύση
αρμυρή πλασμένη
Κι αρμυρό κοντά μου
κάθε τι θα γένει.
Τα παράπονά σας
πάνε στά χαμένα.
Θέτε το καλό σας;
φεύγετ’ από μένα.

Τετάρτη 25 Νοεμβρίου

Κ. Π. Καβάφης: ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΟΥ ΠΡΩΙΟΥ

Εδώ ας σταθώ. Κι ας δω κ’ εγώ την φύσι λίγο.
Θάλασσας του πρωιού κι ανέφελου ουρανού
λαμπρά μαβιά, και κίτρινη όχθη· όλα
ωραία και μεγάλα φωτισμένα.

Εδώ ας σταθώ. Κι ας γελασθώ πως βλέπω αυτά
(τα είδ’ αλήθεια μια στιγμή σαν πρωτοστάθηκα)·
κι όχι κ’ εδώ τες φαντασίες μου,
τες αναμνήσεις μου, τα ινδάλματα της ηδονής.

Πέμπτη 26 Νοεμβρίου

Δ. Σολωμός: Η ΑΝΑΔΥΟΜΕΝΗ (απόσπασμα από τον ΛΑΜΠΡΟ)

Στην κορυφή της θάλασσας

στέκει, και δε συγχύζει τα νερά της

που στα βάθη της µέσα ολόστρωτα όντας

δεν έδειχναν το θείον ανάστηµά της.

∆ίχως αύρα να πνέει, φεγγοβολώντας

Η αναλαμπή του φεγγαριού κοντά της

Συχνότρεµε, σα να ΄χε επιθυµήσει

Τα ποδάρια τα θεία να της φιλήσει.

Παρασκευή 27 Νοεμβρίου

Γ. Σαραντάρης: ΞΥΠΝΑΜΕ ΚΑΙ Η ΘΑΛΑΣΣΑ ΞΥΠΝΑ ΜΑΖΙ ΜΑΣ

Ξυπνάμε και η θάλασσα ξυπνά μαζί μας

Με όραση καινούρια προχωρούμε

Η μέρα έχει μαιάνδρους*

Όπως η θάλασσα κύματα

Στην καρδιά μας αδειάσαμε (προσωρινά)

Την πόλη

Εμείναμε με την εικόνα τ’ ουρανού

O ήλιος εμέτρησε τη γη μας

Η μέρα τούτη όπου ξυπνήσαμε

Με θάλασσα και κύματα

Με όραση και μνήμη καθαρή

Τόσο μεγάλωσε

Που ο ήλιος δεν μπόρεσε να τη μετρήσει

Που ο ήλιος δεν μπόρεσε να τη χωρέσει

Σάββατο 28 Νοεμβρίου

Τίτος Πατρίκιος: ΓΗ ΚΑΙ ΘΑΛΑΣΣΑ (απόσπασμα)

Μητέρα το ταξίδι είναι μεγάλο.

Μα η γη κι η θάλασσα δε μας χωρίζουν

δεν μπορούν να μας χωρίσουν.

Η γη είναι καλή με τους χειμώνες της, τα δάση,

τις μεγάλες πολιτείες, τα χωράφια, τα εργοστάσια ...

Η θάλασσα είναι καλή

με τα υπερωκεάνεια,

τα κοπάδια τα χέλια που ψάχνουν τις πόρτες των ποταμιών,

με τις βαρκούλες στα μικρά λιμάνια, τις φουρτούνες,

τα πουλιά που χτενίζουν τ’ άγρια μαλλιά της...

Δες τα παιδιά καθώς τις ζωγραφίζουν

μ’ ένα χοντρό καταγάλαζο κραγιόνι.

Η γη κι η θάλασσα μητέρα

ενώνουν τους ανθρώπους.